καταλείψει

καταλείψει
κατάλειψις
leaving behind
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
καταλείψεϊ , κατάλειψις
leaving behind
fem dat sg (epic)
κατάλειψις
leaving behind
fem dat sg (attic ionic)
καταλείβω
pour down
aor subj act 3rd sg (epic)
καταλιμπάνω
leave behind
fut ind mid 2nd sg
καταλιμπάνω
leave behind
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… …   Dictionary of Greek

  • προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”